- κοντριάρης
- ο (Μ κοντριάρης)αυτός που εμφανίζει χόνδρους, τυλώδηςμσν.1. (για υποζύγιο) πληγωμένος από σαμάρι2. μτφ. πανάθλιος, ελεεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόντρα, η, + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. τσιμπλ-ιάρης, ψωρ-ιάρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντριάρικος — η, ο (Μ κοντριάρικος, η, ον) [κοντριάρης] αυτός που έχει σκληρό δέρμα, τυλώδης … Dictionary of Greek